Κυριακή 18 Μαρτίου 2007

Όταν οι αριθμοί δεν ευημερούν οι πολίτες υποφέρουν

Ο πληθωρισμός μπορεί να παρουσιάζει μείωση τα τελευταία δύο χρόνια μια και φέτος βρίσκεται στο επίπεδο του 3% σε σχέση με το 3,2% το 2006 και 3,5% το 2005, εν τούτοις παραμένει ο υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες. Οι διαπιστώσεις αυτές είναι του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος και παρουσιάστηκαν στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Όπως όλοι γνωρίζουμε ο πληθωρισμός και η φορολογία ροκανίζουν τους μισθούς και τις αμοιβές των εργαζομένων με αποτέλεσμα να μιλάμε για ακρίβεια που έχει οδηγήσει το 22% του πληθυσμού να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Είναι αλήθεια επίσης ότι ο πληθωρισμός που νιώθουμε όλοι στις τσέπες μας, είναι πολύ μεγαλύτερος του 3% και είναι απορίας άξιο πως καταφέρνουν στην Στατιστική Υπηρεσία να τον υπολογίζουν πολύ χαμηλότερα από το πραγματικό του επίπεδο. Πάντως και αυτά τα ποσοστά που παρουσιάζουν οι στατιστικές παραμένουν υψηλοί, μια και το ζητούμενο από τις χώρες της ζώνης του ευρώ βρίσκεται χαμηλότερα και πρέπει να κυμαίνεται κοντά στο 2%.
Ο μόνος θετικός δείκτης σε σχέση με τα κοινοτικά ζητούμενα που πάει καλά στη χώρα μας, είναι αυτός που αφορά τις αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ακαθαρίστου εθνικού προϊόντος της τελευταίας δεκαετίας διαμορφώθηκε στο 4,1% και σε αυτό το υψηλό ποσοστό συνέβαλαν τα μεγάλα έργα και φυσικά οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Η ανοδική πορεία συνεχίζεται, αλλά οφείλεται κυρίως στα μεγάλα δημόσια έργα, που συνεχίζονται τώρα στην περιφέρεια, πάντα με τη σημαντική χρηματοδότηση από το Γ’ ΚΠΣ, παρά σε άλλες μορφές ανάπτυξης από τον ιδιωτικό τομέα.
Εκεί που τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο είναι στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που από 7,4% του ΑΕΠ την πενταετία 2001-2005 σκαρφάλωσε στο 12,1% το 2006. Η σημαντική αυτή αύξηση οφείλεται στην αγορά πλοίων και φυσικά στη μεγάλη αύξηση της τιμής των καυσίμων. Μπορεί το εξωτερικό χρέος να μην έχει την βαρύτητα του παρελθόντος λόγω της υιοθέτησης του ευρώ, έχει όμως αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και κατά συνέπεια στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Η αύξηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τον Δεκέμβρη του 2005 έως σήμερα κατά 1,75% και η προοπτική μιας ακόμη αύξησης κατά 0,25% έως τον προσεχή Ιούνιο, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων του ελβετικού φράγκου, έκαναν τα στεγαστικά δάνεια βαρύτερα για τους καταναλωτές.
Ένα από τα βασικά ζητούμενα, για να ορθοποδήσουν τα δημόσια οικονομικά, είναι να υπάρξει σημαντική μείωση του δημοσίου χρέους που σήμερα κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα και αναμένεται να επανακαθοριστεί με την αναπροσαρμογή των οικονομικών δεδομένων που έχει προτείνει η χώρα μας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όμως η αγωνία του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, οδηγεί κάθε χρόνο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, σε πωλήσεις μετοχών δημοσίων τραπεζών ή ΔΕΚΟ, με σκοπό να καλυφθούν τα ελλείμματα, πράγμα που σημαίνει ότι ξοδεύουμε περισσότερα από όσα εισπράττουμε.
Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και ο περιορισμός της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, είναι θέμα που όλες οι πολιτικές δυνάμεις το παρουσιάζουν στις προγραμματικές τους δηλώσεις, στην πράξη όμως μένει στα χαρτιά μια και η κρατική μηχανή αδυνατεί να αυξήσει τα δημόσια έσοδα από αυτές τις πηγές. Ασφαλιστικό, η ισορροπία τιμών και μισθών, αλλά και οι πολυπόθητες μεταρρυθμίσεις, παραμένουν θέματα προς διερεύνηση από οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες της χώρας, μια και η επίλυσή τους θα αποδώσει τους καρπούς που οδηγούν στην ανάπτυξη.
Για την ώρα πολλά από αυτά παραμένουν διαπιστώσεις που προσεγγίζονται θεωρητικά, μια και η αντιμετώπισή τους είναι ιδιαίτερα δύσκολη μια και εμπεριέχει υψηλό πολιτικό κόστος.