Κυριακή 11 Μαρτίου 2007

Τα όρια της ανοχής έχουν ήδη ξεπεραστεί εδώ και καιρό

Στην εποχή μας έννοιες και όροι μπερδεύονται. Οι λέξεις χρησιμοποιούνται συχνά για να αποδείξουν τα αναπόδεικτα. Όπως για παράδειγμα το τι σημαίνει ελευθερία. Είναι άραγε ελευθερία όταν διαμαρτύρομαι για κάτι που δεν μου αρέσει, να καίω και να καταστρέφω ότι βρω μπροστά μου; Είναι ελευθερία να παίρνω ένα καδρόνι ή μια πέτρα να την εκτοξεύω και όποιον πάρει ο χάρος; Έναντι ποίου αγαθού ισοπεδώνω τα πάντα;
Θα πει κάποιος, γιατί κινδυνεύει το αγαθό που λεγεται παιδεία. Δηλαδή πως κινδυνεύει, από την οριοθέτηση του ασύλου ή μήπως από την επιβολή ορίου στο χρόνο των σπουδών. Στην Αγγλία για παράδειγμα που όλα αυτά είναι οροθετημένα εδώ και καιρό, έχει η παιδεία οδηγηθεί στον όλεθρο και την καταστροφή; Φυσικά όχι. Ένας νόμος που επιχειρεί να βάλει υπό τον έλεγχο του κοινοβουλίου και κατά προέκταση της κοινωνίας τα πεπραγμένα των ΑΕΙ-ΤΕΙ είναι καταστροφικός για την παιδεία;
Και η λελογισμένη αντίδραση, πέρα από την θεμιτή, την απεργία και την διαδήλωση είναι να καταστρέφει κανείς στους χώρους του ασύλου, τα αγάλματα στα προπύλαια, να καίει τα φυλάκια και να βεβηλώνει τον χώρο του άγνωστου στρατιώτη. Να κάνει έφοδο στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη και να μην σέβεται ένα χώρο που για την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών αυτής της χώρας, έχει μια ιερότητα, μια και συμβολίζει τον ανώνυμο στρατιώτη που πολέμησε για την ανεξαρτησία αυτής της χώρας;
Όποιος εμφανίζεται σε μια διαδήλωση ζωσμένος με μολότοφ, φωτοβολίδες, σφεντόνες με μπίλιες, μάσκες και κράνη αλήθεια πηγαίνει για να διαδηλώσει ειρηνικά ή πάει σε πόλεμο;
Ο καθένας έχει δικαίωμα να πιστεύει σε όποιο θεό του αρέσει. Οφείλει όμως να σέβεται τα πιστεύω του διπλανού του και να απέχει από ενέργειες που μπορούν να τον θίξουν. Κι αυτό αφορά το προκλητικό κάψιμο της τεράστιας ελληνικής σημαίας στη Θεσσαλονίκη, αλλά και το ανάλογο περιστατικό που έγινε εντός του ασύλου, που κατά τα άλλα ισχύει για να προστατεύει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Αν αυτά τα φαινόμενα έχουν καμιά σχέση, τόσο με το επίμαχο θέμα του νομοσχεδίου, όσο και με κάθε μορφής αίτημα για την αναβάθμιση της παιδείας, τότε θα πιστέψει κανείς ότι η μέρα είναι νύχτα και η νύχτα μέρα.
Από την άλλη μεριά αυτό το μοτίβο ότι η αστυνομία έκανε καλά τη δουλειά της, όταν κάθε φορά οι κουκουλοφόροι γνωστοί – άγνωστοι καταφέρνουν να καίνε να καταστρέφουν αυτοκίνητα να βεβηλώνουν ακόμη και χώρους που όλοι σεβάστηκαν και σέβονται, τότε τι να πει κανείς σε όλους αυτούς που επαναπαύονται, στις … δάφνες τους.
Η καθημερινή αναμέτρηση με τους κουκουλοφόρους και η επίτευξη από την πλευρά τους, ευρύτερων κάθε φορά στόχων, αφορά όχι μόνο την κυβέρνηση άλλα ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο.
Αν έχουν αποφασίσει να αυτοκαταργηθούν, να εξευτελιστούν, να αποδεχθούν συνθήματα «έλληνες είσθε και φαίνεσθε», που μας θέλουν να μεταβληθούμε σε πιθήκους, καλό είναι να αποσυρθούν από τα κοινά, γιατί φαίνεται γι αυτούς, αλλά και για κάποιους πανεπιστημιακούς είναι κενά και να πάνε στο σπίτι τους.
Τώρα τι θα κάνουμε με τις απολαβές τους, που είναι γι αυτούς το ζητούμενο; Για τις φανερές υπάρχουν οι συντάξεις, για τις αφανείς δεν αναλαμβάνουμε καμιά ευθύνη. Εξάλλου και η απληστία έχει τα όρια της…