Κυριακή 1 Απριλίου 2007

Οι ποιοτικές έρευνες διαψεύδουν τις ποσοτικές

Ποιοτικές έρευνες απαντούν και κατατροπώνουν τις ποσοτικές για τις προτιμήσεις των τηλεθεατών. Έτσι καταρρίπτεται το επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι τα εμπορικά κανάλια μεταδίδουν σκουπίδια εκπομπές, γιατί αυτά θέλει το κοινό που υποτίθεται ότι κατευθύνει με τις προτιμήσεις του και τις επιλογές των προγραμμάτων.
Πρόσφατη ποιοτική έρευνα της εταιρίας ALCO, αποδεικνύει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των 1,5 εκατομμυρίων τηλεθεατών, που παρακολουθούν τα δελτία ειδήσεων, που φθάνει στο 84,7% δεν τα θεωρεί αξιόπιστα.
Μόλις ένα 14,3% θεωρεί τα δελτία ειδήσεων αξιόπιστα, πράγμα που σημαίνει ότι τα προγράμματα αυτά δεν αποτελούν για τους τηλεθεατές πηγή άντλησης πληροφοριών, για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα και τον κόσμο.
Η αρνητική αυτή στάση του κοινού αντανακλά και στα πρόσωπα των παρουσιαστών των δελτίων ειδήσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απάντηση κανένας από τους παρουσιαστές δεν τηρεί τις αρχές της δεοντολογίας και της αντικειμενικότητας, συγκεντρώνει το 62,9% της μέτρησης.
Παράλληλα η πλειοψηφία των τηλεθεατών απορρίπτει το τηλεοπτικό καφενείο στα δελτία ειδήσεων και προτιμά τα πολιτικά και τα κοινωνικά θέματα. Σημαντικό ποσοστό θέλει νεανικά θέματα στα δελτία ειδήσεων, δίνοντας έτσι ένα διαφορετικό στίγμα και περιεχόμενο σε αυτή την ποιοτική έρευνα. Αντίθετα το κοινό της ποσοτικής έρευνας που δέχεται να υποστεί την δουλεία των μηχανημάτων στο σπίτι του, έναντι πινακίου φακής, είναι μεγαλύτερης ηλικίας, διόλου αντιπροσωπευτικό και χαμηλής μόρφωσης, που μένει πολλές ώρες στο σπίτι του και δεν έχει άλλους εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης, πληροφόρησης και επικοινωνίας.
Είναι προφανές ότι τα 300 και πλέον εκατομμύρια ευρώ της διαφημιστικής πίτας, που μοιράζονται με τα μερίδια που εμφανίζει η μια και μοναδική μέτρηση τηλεθέασης, εκφράζουν μια μικρή κατηγορία κοινού στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα σε σχέση με την πραγματικότητα. Σε μια εποχή κατάργησης όλων των μονοπωλίων, παραμένει ένα, αυτό των μετρήσεων της τηλεθέασης, που είναι ταυτόχρονα και ο τροχονόμος της κατανομής των κονδυλίων των διαφημίσεων.
Όπως είναι γνωστό ο ανταγωνισμός των εμπορικών καναλιών, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των μετρήσεων μεταμόρφωσε σταδιακά το περιεχόμενο των δελτίων ειδήσεων, τα επιμήκυνε υπέρμετρα σε διάρκεια μετατρέποντας τα σε τηλεοπτικά καφενεία.
Αποτέλεσμα να μην μεταδίδονται τα 20-30 ειδησεογραφικά θέματα που δίνουν το στίγμα της επικαιρότητας και στη θέση τους να συνωθούνται στα παράθυρα σχολιαστές και πολιτικοί προκειμένου να καβγαδίσουν για ένα και μοναδικό θέμα που συχνά δεν είναι και το σημαντικότερο της επικαιρότητας.
Το μοντέλο αυτό δελτίου ειδήσεων είναι μοναδικό στα παγκόσμια τηλεοπτικά χρονικά, μια και όμοιο του δεν υπάρχει πουθενά.
Έτσι ο τηλεθεατής δεν βλέπει ειδήσεις, μολονότι αυτόν τον τίτλο έχουν οι εκπομπές των οκτώ, αλλά συζητήσεις και απόψεις, συνήθως μη ειδικών, επί παντός επιστητού.
Και είναι κρίμα, γιατί τα ειδησεογραφικά τμήματα των καναλιών διαθέτουν πολλούς και άξιους ρεπόρτερ που όμως η δουλειά τους πετιέται συνήθως στο καλάθι των αχρήστων, ή μεταδίδεται τα άγρια χαράματα, γιατί απλά δεν χωράει στο κεντρικό μονοθεματικό δελτίο.
Πολλές προτάσεις έχουν γίνει, προκειμένου να αλλάξει αυτή η απαράδεκτη κατάσταση. Από την διακοπή των μετρήσεων των δελτίων ειδήσεων, μέχρι την παρέμβαση του ΕΣΡ. Με αστυνόμευση και απαγορεύσεις δεν γίνεται τίποτα. Η μόνο λύση μπορεί να προέλθει από μια συμφωνία κυρίων στο επίπεδο των καναλαρχών, με παράλληλα αυτοδέσμευση των δημοσιογράφων. Κανείς δεν εμποδίζει άλλωστε τις συζητήσεις που χρειάζονται κι αυτές. Μπορεί κάλλιστα να προηγείται ένα δελτίο ειδήσεων τριάντα λεπτών, που είναι υπεραρκετός τηλεοπτικός χρόνος και να ακολουθούν οι συζητήσεις, για όση ώρα επιθυμούν οι υπεύθυνοι των καναλιών μέχρι τελικής πτώσεως που λένε. Ίσως έτσι να σωθεί και η χαμένη τιμή της … ειδησεογραφίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: