Κόσμος πάει κι έρχεται αυτές τις ημέρες στο «Πεντάγωνο» με σκοπό να προωθήσει την πραμάτεια του σε οπλικά συστήματα. Το νέο πακέτο των εξοπλισμών προβλέπει την διάθεση ενός ποσού 25 δις ευρώ που έχει ανοίξει την όρεξη των προμηθευτών αεροπλάνων, φρεγατών, τεθωρακισμένων οχημάτων και άλλων εξοπλιστικών προγραμμάτων. Ήδη το προηγούμενο πακέτο των εξοπλιστικών δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα στην εθνική οικονομία, ανάγκασε την κυβέρνηση να εκδώσει μέσω του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους τα γνωστά δομημένα ομόλογα, για να μην εμφανίζονται στο επίσημο δημόσιο χρέος. Σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων που το δημόσιο χρέος της ξεπερνάει τα 280 δισεκατομμύρια ευρώ και οι ετήσιοι τόκοι φτάνουν τα 10 δις ευρώ, κάθε νέα δαπάνη οφείλει να μην παραβλέπει αυτά τα πραγματικά δεδομένα. Δεν είναι τυχαίο επίσης το γεγονός, ότι στα εξοπλιστικά οι προμήθειες που κυκλοφορούν ζαλίζουν από τα μηδενικά που εμπεριέχουν, ενώ πολλά οπλικά συστήματα που αγοράστηκαν στο παρελθόν σαπίζουν σε κάποιες στις αποθήκες ή κρίθηκαν ακατάλληλα για να εξυπηρετήσουν το σκοπό για τον οποίο αγοράστηκαν.
Ήδη πρόσφατα αγοράστηκαν 30 F-16 και οι αμερικανοί πιέζουν για την ενεργοποίηση της οπσιόν για 10 ακόμη, την ώρα που ο τύπος αυτός εγκαταλείπεται από τους κατασκευαστές του και τη θέση του παίρνει το νέο F-18 για το οποίο έχει ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον η Τουρκία. Αυτό σημαίνει ότι όταν θα παραλαμβάνει η Ελλάδα μετα από 3-4 χρόνια τα F-16, τότε θα προκύπτει η ανάγκη να προχωρήσει σε μια νέα παραγγελία του βελτιωμένου τύπου, για να ισορροπήσει την αγορά της γειτονικής μας χώρας.
Πολλοί ειδικοί γύρω από τα θέματα των εξοπλιστικών προγραμμάτων υποστηρίζουν ότι οι ελληνικές ανάγκες θα μπορούσαν να καλυφθούν με αντιαεροπορικά συστήματα μικρού, μεσαίου και μεγάλου βεληνεκούς, αντί των πολλών και ποικίλλων κατηγοριών πολεμικών αεροσκαφών.
Η Ελλάδα μπορεί να επικαλείται τα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως αυτό δε λαμβάνεται υπόψη από τους ευρωπαίους, στους οικονομικούς δείκτες που οφείλει να επιτυγχάνει η χώρα, για να βρίσκεται χωρίς προβλήματα στη ζώνη του ευρώ. Είναι λοιπόν σύνθετο το πρόβλημα που συνδέει τα εξοπλιστικά προγράμματα με τον προϋπολογισμό και τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας.
Και το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο οι ανάγκες των αρχών του 21ου αιώνα της χώρας μας, παρουσιάζονται ίδιες με αυτές των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, στη διάρκεια των οποίων ούτε το σύμφωνο της Βαρσοβίας είχε διαλυθεί, ούτε η χώρα βρισκόταν εντός των πυλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην κρίσιμη αυτή εξίσωση χρειάζεται να επικεντρωθεί το κυβερνητικό ενδιαφέρον, μετά και την έξοδο της χώρας από την επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα υπερβολικά ελλείμματα του πρόσφατου παρελθόντος, τα οποία κατάφερε να περιορίσει κάτω από τα όρια που έχουν τεθεί για τις χώρες της ευρωζώνης.
Γιατί τα χρήματα στο δημόσιο τομέα δεν περισσεύουν μάλλον λείπουν από ότι δείχνει και το υψηλό χρέος που υπάρχει και δεν μειώνεται, αλλά αντίθετα αυξάνεται κατά έτος.
Άρθρα, Σχόλια και Αναλύσεις... με την υπογραφή του δημοσιογράφου Τάσου Παπαδόπουλου