Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2006

Σφάζονται στα πόδια της γαλοπούλας

Κρεοπώλες, παραγωγοί και καταναλωτές καθημερινά σφάζονται τηλεοπτικά για την τιμή της γαλοπούλας. Πέταξε μας πληροφορούν τα ΜΜΕ στα 12 ευρώ, πράγμα που την κάνει άπιαστη για το βαλάντιο του έλληνα μισθωτού και συνταξιούχου. Να θέμα λοιπόν, τι θα κάνουμε φέτος χωρίς την γαλοπούλα.
Είναι πολύ απλό, ότι κάναμε και πέρσι που υπήρχε σε υπερπροσφορά και δεν την αγοράσαμε από το φόβο της νόσου των πτηνών. Αν πάμε σε κάτι πιο παραδοσιακό για το ελληνικό χριστουγεννιάτικο τραπέζι, αλήθεια τι θα πάθουμε; Ασφαλώς τίποτα γιατί το οικογενειακό τραπέζι των ημερών αυτών θα είναι καλό, αν όλοι είμαστε υγιείς, αν διώξουμε κάθε στεναχώρια, αν δεν εγκαταλείψουμε τους μεγαλύτερους και περάσουμε αυτές τις μέρες κοντά τους.
Το θέμα είναι απλό. Πέρσι έπαθαν μεγάλη ζημιά οι παραγωγοί γαλοπούλας, γιατί το προϊόν τους έμεινε στα ράφια των κρεοπωλείων, λόγω της γρίπης . Φέτος, όπως ήταν φυσικό, λιγότεροι τόλμησαν να ασχοληθούν με την παραγωγή της.
Αυτά λέει η απλή λογική. Προς τι λοιπόν το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός για την γαλοπούλα που στο κάτω - κάτω της γραφής είναι εισαγόμενο έθιμο και δεν έχει σχέση με την ελληνική παράδοση;

Όμως άλλο, και σοβαρό είναι το θέμα που αφορά την τιμή των 32 ευρώ που πληρώνουν για ένα γλειφιτζούρι
όσοι γονείς έχουν την φαεινή ιδέα να πάνε μια βόλτα το παιδί τους στην ζαχαρούπολη που έχει στηθεί στην πλατεία Συντάγματος. Από τη μια υπάρχει η αισχροκέρδεια των ζαχαροπλαστών που δεν σέβονται τον όρο του συμβολαίου τους που αναφέρει ότι οφείλουν να έχουν τις ίδιες τιμές που έχουν και στα ζαχαροπλαστεία τους. Ως εδώ ο Δήμος Αθηναίων εμφανίζεται αμέτοχος του ανομήματος των ζαχαροπλαστών. Όταν όμως ακούσει κανείς το πόσο πληρώνουν γι αυτά τα περίπτερα για χρήση μόλις 15 ημερών, καταλαβαίνει γιατί ο απερχόμενος δήμαρχος παριστάνει τον ανήξερο σε αυτή την απαράδεκτη εκμετάλλευση σε βάρος των δημοτών και των επισκεπτών της πόλης. Γύρω στις 37.000 ευρώ πλήρωσαν οι ζαχαροπλάστες το περίπτερο γι αυτό δεκαπενθήμερο.
Αυτό σημαίνει ότι ο εγκέφαλος της «ληστείας» των πολιτών στην πραγματικότητα δεν είναι ο ζαχαροπλάστης, αλλά ο
Δήμος Αθηναίων.
Αν οι αρμόδιοι του Δήμου ήθελαν να συγκρατήσουν τις τιμές στα
επίπεδα των ζαχαροπλαστείων, θα έπρεπε να βάλουν ένα λογικό τίμημα ως ενοίκιο και στη συνέχεια να καλέσουν τους υποψηφίους να υποβάλουν γραπτά το ενδιαφέρον τους. Και από αυτούς να κληρωθούν εκείνοι που τελικά θα ενοικιάσουν τα περίπτερα.
Οι πλειοδοτικοί διαγωνισμοί σε αυτές τις περιπτώσεις, οδηγούν κατ’ ευθείαν στο υψηλό κόστος στον πελάτη. Όλα τα άλλα είναι κουτοπονηριές και οι εκ των υστέρων έλεγχοι πουθενά δεν οδηγούν, γιατί χαμένος δεν είναι άλλος από τον πολίτη…