Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2006

Είναι «όλοι ίδιοι», ερώτημα για τα πολιτικά κόμματα …

Φαίνεται ότι το θέμα Τσιτουρίδη, έχει επισκιάσει ένα άλλο σοβαρότερο ζήτημα, που αφορά το γάλα. Η μια όψη του ζητήματος έχει να κάνει με την τιμή του προϊόντος και η άλλη με την ποιότητα του. Κι αυτό γιατί η ελληνική παραγωγή λόγω ποσόστωσης δεν επαρκεί για να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες, με αποτέλεσμα να έχουμε μεγάλες ποσότητες εισαγόμενου γάλατος και να υπάρχουν και προσμίξεις στο φρέσκο, σκόνης γάλατος. Ήδη μια μεγάλη βιομηχανία ανακοίνωσε ότι διακόπτει την διάθεση φρέσκου γάλατος στην αγορά, αφήνοντας για την ενέργεια της αυτή πολλά ερωτηματικά.
Η πρώτη απορία, μετα από όσα έγιναν γνωστά, αφορά την τεράστια διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή αγοράς του γάλατος από τον παραγωγό, που είναι περίπου 0,32 ευρώ και στην τιμή διάθεσης του προϊόντος που φτάνει στα 1,32 ευρώ. Ένα ολόκληρο ευρώ κερδίζουν οι γαλακτοβιομηχανίες σε κάθε κιλό τυποποιημένου προϊόντος.
Έτσι και ο παραγωγός πουλάει φθηνά το προϊόν του με αποτέλεσμα να λιμοκτονεί βραχυπρόθεσμα και να εγκαταλείπει μακροπρόθεσμα την κτηνοτροφία, και ο καταναλωτής πληρώνει ακριβά το συγκεκριμένο προϊόν και ευρύτερα να βιώνει την ακρίβεια στην ζωή του.
Εδώ παρατηρούμε ότι παρά τον έντονο ανταγωνισμό των εταιριών στα ράφια των σουπερμάρκετ, υπάρχει πλήρης σύμπνοια τόσο στις τιμές που προσφέρουν στους κτηνοτρόφους ,όσο και στην τελική τιμή πώλησης του προϊόντος. Αυτό το γεγονός όφειλε να εξετάσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, μια και η δουλειά της είναι να προστατεύει τους καταναλωτές από τα τραστ και όχι να τους αφήνει έρμαιο στις ορέξεις τους.
Άντ’ αυτού είδαμε τους διευθυντές της Επιτροπής περί άλλα να τυρβάζουν και να φροντίζουν μόνο με το πώς θα γεμίσουν τις τσέπες τους με 2,5 εκατομμύρια ευρώ.
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο θέμα αυτό που αφορά το εγχώριο και το αλλοδαπό γάλα που πίνουμε. Κατ΄ αρχήν οι κυβερνήσεις έχουν αποδεχθεί ποσόστωση δηλ. ύψος επιτρεπόμενης παραγωγής που είναι κατά πολύ μικρότερη από αυτήν των αναγκών της εγχώριας αγοράς, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό ποσοστό του φρέσκου γάλατος που καταναλώνουμε, να είναι εισαγόμενο. Αυτό δεν γράφεται πουθενά στις ετικέτες των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά. Έτσι ο καταναλωτής δεν γνωρίζει τι πίνει. Και το όλο θέμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό, μια και πρόκειται για ένα προϊόν πρώτης ανάγκης και ευρείας κατανάλωσης, από παιδιά και νέους γενικότερα.
Είναι καιρός να χωρίσει η ήρα από το στάχυ και να γνωρίζει επακριβώς ο καταναλωτής τι ακριβώς πίνει. Και αυτή την ευθύνη την έχει το κράτος, που υποχρεούται να ελέγξει τόσο το προϊόν, σε ότι αφορά την προέλευσή του, όσο και την τελική τιμή του με βάση τους περί αντικαρτέλ νόμους, εθνικούς και κοινοτικούς.
Η υπόθεση της δωροδοκίας δεν πρέπει να σκιάσει το μεγάλο πρόβλημα της διατροφής μας και από πλευράς υγιεινής, αλλά και από πλευράς τιμής.
Και σε αυτή την υπόθεση η Πολιτεία είναι υπόλογοι απέναντι στους πολίτες.
Οφείλει να πάρει μέτρα, όχι φυσικά επικοινωνιακού χαρακτήρα, όπως της ποινικοποίησης της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα, αλλά ουσιαστικά που θα βάλουν φρένο στην παράνομη συναλλαγή στον δημόσιο τομέα και αφορούν την αυστηρή τήρηση των νόμων και στην χωρίς χρονοτριβές και νομικές λοβιτούρες εφαρμογή των αυστηρότερων ποινών.
Κι αυτό γιατί η κοινωνία δεν αντέχει άλλο απαξιώνει το πολιτικό σύστημα, με απόψεις του τύπου «όλοι κλέβουν» ή «όλοι ίδιοι είναι».
Αν η πολιτική εξουσία , και η αναφορά έχει αποδέκτες όλα τα κόμματα ,γυρίσει την πλάτη της στην διαφθορά και την διαπλοκή ή αρκείται σε ρητορικές κορώνες, τότε θα δούμε και τα χειρότερα, που θα πλήξουν ευθέως τους θεσμούς , όπως τον ευρύτερο εθνικό, κοινωνικό, δημοκρατικό και οικονομικό ιστό της χώρας.